λευκάνθεμον

λευκάνθεμον
λευκ-άνθεμον, τό,
A white-flower, like χρυσάνθεμον, name of several plants of the genus Anthemis, Dsc.3.137, Plin.HN21.163:— also [suff] λευκ-ανθεμίς, ίδος, , ib.22.53.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • λευκάνθεμον — white flower neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λευκανθέμου — λευκάνθεμον white flower neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λευκάνθεμο — Ονομασία διαφόρων άγριων ή καλλιεργούμενων φυτών. Βλ. λ. μαργαρίτα. * * * το (Α λευκάνθεμον) βοτ. ονομασία διαφόρων φυτικών ειδών τού αρχαίου γένους ανθεμίς, που, σύμφωνα με τη σημερινή κατάταξη, ανήκουν στην οικογένεια σύνθετα. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

  • λευκανθεμίς — λευκανθεμίς, ίδος, ἡ (Α) [λευκάνθεμον] το λευκάνθεμο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”